-
1 κλείσιμο
[клисимо] ома. о. запирание на ключ,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλείσιμο
-
2 закрытие
-я ουδ.1. κλείσιμο, κλείδωμα•закрытие магазина κλείσιμο του μαγαζιού.
2. τέλος•выставки το κλείσιμο της έκθεσης.
3. καλυμμένο οχυρό, σκέπαστρο, αμπρί. -
3 заключение
заключение с 1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο η υπογραφή (подписание) 2) (окончание) το τέλος в \заключение στο τέλος 3) (вывод) το συμπέρασμα я сделал \заключение, что... έβγαλα το συμπέρασμα ότι... 4) (тюремное) η φυλάκιση* * *с1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο; η υπογραφή ( подписание)2) ( окончание) το τέλοςв заключе́ние — στο τέλος
3) ( вывод) το συμπέρασμαя сде́лал заключе́ние, что… — έβγαλα το συμπέρασμα ότι…
4) ( тюремное) η φυλάκιση -
4 закрытие
закрытие с 1) το κλείσιμο 2) (окончание) το τέλος, η λήξη* * *с1) το κλείσιμο2) ( окончание) το τέλος, η λήξη -
5 заключение
заключениес1. (лишение свободы) ἡ κράτηση [-ις], ἡ φυλάκιση [-ις]:\заключение под стражу ἡ φυλάκιση· предварительное \заключение ἡ προφυλάκιση· пожизненное \заключение τά ίσό-βια δεσμά· 2.:\заключение договора τό κλείσιμο συμφώνου, τό κλείσιμο συμφωνίας·\заключение мира ἡ σύναψη συνθήκης εἰρήνης·3. (вывод) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα:\заключение комиссии τό πόρισμα τής ἐπιτροπής· обвинительное \заключение юр. τό κατηγορητήριο· приходить к \заключениеию καταλήγω στό συμπέρασμα·4. (окончание \заключение в книге, речи) τό τέλος, ἡ κατακλείς· ◊ в \заключение τελειώνοντας, ἐν κατακλείδι. -
6 заключение
-я ουδ.1. έγκλειση, κλείσιμο•заключение в скобки κλείσιμο σε παρένθεση.
2. φυλάκιση, εγκάθειρξη•заключение под страж φυλάκιση με σκοπό (φύλακα)•
подвергать -ю φυλακίζω, βάζω φυλακή•
приговорить к -ю καταδικάζω σε φυλάκιση•
тюремное заключение φυλάκιση, εγκάθειρξη•
пожизненное заключение ισόβια δεσμά•
одиночное заключение εγκάθειρξη στο απομονωτηριο•
предварительное προφυλάκιση.
3. συμπέρασμα, πόρισμα, εξαγόμενο•прийти к заключению καταλήγω, (φτάνω) στο συμπέρασμα•
заключение экспертизы (ή экспертов) πόρισμα των εμπειρογνωμώνων•
обвинительное (νομ.) κατηγορητήριο έγγραφο.
4. τέλος, κατακλείδα, φινάλε• ακροτελεύτιο•в заключение στο τέλος, στην κατακλείδα, τελειώνοντας.
|| σύναψη•заключение мира σύναψη ειρήνης•
заключение договора σύναψη συνθήκης.
-
7 клаузула
-ы θ.1. όρος, ρήτρα• κεφάλαιο, ιδιαίτερο άρθρο.2. (ρητορ.) κλείσιμο του λόγου.3. κλείσιμο του στίχου (οι τελευταίες -του συλλαβές). -
8 блокировка
1. ж.-д. το κλείσιμο της γραμμής με σημαφόρο 2. (зависимость действия одного устройства от другого) η (αλληλο)σύνδεση 3. (прохождение сигнала или срабатывания устройства) η έμφραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > блокировка
-
9 бронирование
I.(покрытие бронёй) η θωράκωσηII.(закрепление кого-, чего-л. за кем-, чем-л.) το κλείσιμο, η εξασφάλιση-ть κλείνω, εξασφαλίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бронирование
-
10 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
11 герметизация
1. (уплотнение соединений) η στεγανοποίηση 2. (заключение в оболочку) η ερμητικότητα, το κλείσιμο σε περίβλημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > герметизация
-
12 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
-
13 заделка
1. (отверстий, трещин и т.п.) το κλείσιμο, το σφράγισματο βούλωμα2. (для оконцевания кабелей) η διαμόρφωση (άκρων των καλωδίων) 3. (устройство для вязки проводов на изоляторе) το σύστημα πλεξίματος καλωδίων στον μονωτήρα 4. (в бетон) η τοποθέτηση στο σκυρόδεμα 5. (стержня, балки) η πάκτωση, η στερέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заделка
-
14 заключение
1. (в оболочку, кожух) το κλείσιμο, η τοποθέτηση (σε περίβλημα) - в скобки - σε παρένθεση 2. (вывод, суждение) το συμπέρασμα, το πόρισμα 3. юр. η φυλάκιση пожизненное - τα ισόβια δεσμά, η ισόβια κάθειρξη 4. (мира, соглашения) η σύναψη 5. (конец чего-л., последняя часть) το τέλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заключение
-
15 закрытие
1. (остановка действия, проникновения чего-л., прекращение доступа куда-л. и т.п.) το κλείσιμο, η ασφάλιση. - клапана - της βαλβίδας 2. (люковое) το κάλυμμα του στομίου του κύτους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрытие
-
16 запечатывание
το σφράγισμα, το κλείσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запечатывание
-
17 запирание
1. (на замок) το κλείσιμο/η ασφάλιση με κλειδί/κλειδαριά 2. рад. η διακοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запирание
-
18 клаузула
1. юр. о όρος, η ρήτρα, το κεφάλαιο 2. литер. το τέλος (του ποιήματος) 3. (в риторике) το κλείσιμο, το τέλος (του λόγου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клаузула
-
19 отрабатывать
1. (норму, время, срок и т.п.) συμπληρώνω, εκπληρώνω 2. (конструк-цию, технологию) βελτιώνω, αναπτύσσω 3. (в различных значениях в сервосистемах, ЭВМ и т.п.) δοκιμάζω/ελέγχω την ανταπόκρισηсхема - ет на закрытие заслонки το κύκλωμα ανταποκρίνεται στο κλείσιμο του διαφράγματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрабатывать
-
20 перегораживание
(преградой) το φρά-ξιμο, η φραγή, το κλείσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перегораживание
См. также в других словарях:
κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… … Dictionary of Greek
κλείσιμο — το, ατος 1. κλείδωμα: Ασχολείται τώρα με το κλείσιμο των συρταριών. 2. διακοπή λειτουργίας η επικοινωνίας: Με το κλείσιμο των συνόρων δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τις γειτονικές μας χώρες. 3. «κλείσιμο πληγής», επούλωση της πληγής. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
κλείσμα — το (AM κλεῑσμα) [κλείω (Ι)] 1. περίφραγμα, φράχτης 2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek